HELLFEST 2024: LIVE REPORT

-Και που θα πάτε διακοπές φέτος;

-Στη Clisson

-Πως είναι εκεί; Έχει καλή θάλασσα;

-Λαοθάλασσα

Έφτασε και πάλι αυτή η εποχή του χρόνου. Καπέλο, αντιηλιακό και βουρ για τη Disneyland του heavy ήχου. Φέτος, πιο έμπειρη από ποτέ, θεωρώ πλέον χρέος μου να μεταφέρω όσο καλύτερα μπορώ το vibe αυτού του αξεπέραστου φεστιβάλ, που δεν σταματάει να με εκπλήσσει. Για πάμε λίγο.

Day 1 (27/6/2024)

Θα προσπαθήσω να σας βάλω λίγο στο κλίμα του τι συμβαίνει συνήθως την πρώτη μέρα του φεστιβάλ: Καταρχάς για όποιον δεν έχει ξαναπάει, του παίρνει κάνα 2ωρο να κατατοπιστεί για το που βρίσκεται η κάθε σκηνή, τι θα δει κλπ και για τους υπόλοιπους να συνειδητοποιήσει γιατί βρίσκεται ξανά εκεί και να παρατηρήσει τις αν μη τι άλλο, ενδιαφέρουσες αλλαγές που έχουν γίνει στον χώρο. Αυτός πιστεύω πως είναι ένας από τους κυριότερους λόγους που την πρώτη μέρα τα live ξεκινούν γύρω στις 4 το μεσημέρι και όχι νωρίτερα, όπως τις υπόλοιπες μέρες.

Πρώτη στάση για μένα κάτω από τον μεσημεριανό ήλιο της Clisson, οι Asinhell, το extreme παιδί του Michael Poulsen (Volbeat) στη μια εκ των δύο mainstages. Παίζοντας 8 από τα 10 κομμάτια του ντεμπούτου δίσκου τους, έπεισαν τους οπαδούς του old school death metal ήχου αλλά και αυτούς που ήθελαν απλώς να χαζέψουν τον Poulsen να εκτελεί χρέη κιθαρίστα και μόνο, να σπεύσουν μπροστά στη σκηνή, ξεκινώντας το γλέντι. Δυναμικό ξεκίνημα λοιπόν από ένα τέτοιο supergroup και η μπίρα άρχισε να ρέει.

Σκυτάλη στους Bleed from Within, στη διπλανή mainstage και ο τύπος με τη μάνικα που σε καταβρέχει για να μην πεθάνεις από θερμοπληξία, πιάνει δουλειά. Ήδη από την πρώτες συγχορδίες του “Sovereign” αρχίζουν να σχηματίζονται τα πρώτα pit, καθώς ο κόσμος φάνηκε να τους περιμένει με ανυπομονησία. Το γκρουπ από τη Γλασκόβη, φανερά hyped συνεχίζει με αμείωτη ένταση με τα “Stand Down”, “Levitate” και “Killing Time” για να ολοκληρώσουν το set τους με το αγαπημένο “The End of all we Know” και ένα «Γαλλία, σε αγαπάμε», αποδεικνύοντας γιατί θεωρούνται μία από τις κορυφαίες δυνάμεις στη σύγχρονη metal σκηνή.

Μερικές μέρες πριν από το φεστιβάλ ο frontman των deathcore metallers Slaughter to Prevail ανακοίνωσε πως το φετινό στοίχημα στην εμφάνιση τους, ήταν να σχηματίσει το μεγαλύτερο wall of death στην ιστορία του φεστιβάλ. Επειδή δεν είχα σκοπό να πεθάνω ή κάτι τέτοιο, έκατσα να παρακολουθήσω από κάποια ασφαλή απόσταση. Πράγματι, με το που έκαναν την εμφάνισή τους στη σκηνή, με τις μεταλλικές μάσκες τους και τα ισοπεδωτικά riff, με έκαναν να το πιστέψω για μια στιγμή. Ο frontman τους Alex Terrible, οριακά απειλητικός όταν ήρθε εκείνη η στιγμή, κατεβαίνει από τη σκηνή προσπαθώντας να διαχωρίσει το κοινό που δεν συμμορφώθηκε στις οδηγίες του ωσάν Μωυσής επί 10 λεπτά. Εντάξει, η αλήθεια είναι βέβαια πως όταν ακούς το “Split!” με Ρωσική προφορά είναι λίγο αστείο. Τέλος πάντων, χωρίς να ξέρω αν υπάρχει κάποιο επίσημο wall-of-death meter στα στατιστικά του φεστιβάλ, η δουλίτσα έγινε και ήταν εντυπωσιακή. Παρόλα αυτά η ίδια η μπάντα δεν μπορώ να πω πως με εντυπωσίασε.

Σε εκείνο το σημείο, αποφάσισα να μετακινηθώ προς άλλη σκηνή για να χαζέψω και λίγο το κόσμο που είχε αρχίσει να μαζεύεται full on. Οπότε για τη συνέχεια το πρόγραμμα είχε τους σταθερά ανερχόμενους Dying Wish οι οποίοι είχαν ήδη ξεκινήσει μέχρι να καταφέρω να φτάσω. Καθώς δεν τους είχα ξαναδεί, έχω να σχολιάσω δύο σημεία: η ενέργεια τους είναι ένα φοβερό κράμα καταιγιστικής οργής και καλής διάθεσης και πως η τραγουδίστρια είχε την πιο μη-σου-τύχει στιγμή που μπορεί να πάθει ένας vocalist σε live, καθώς στο μισό set τα scream της δεν ήθελαν να βγουν με τίποτα. Παρόλα αυτά, αχάμπαρη έκανε το άκρως επαγγελματικό να μην χάσει την ενέργεια και τη διάθεσή της, καθώς προσπαθούσε να κάνει το καλύτερο δυνατό. Μεγάλο respect. Το σχετικά πρόσφατο “Symptoms of Survival” είχε φυσικά την τιμητική του, χωρίς να παραγκωνίσουν και την προηγούμενη δουλειά τους από την οποία προέρχεται και το φινάλε της εμφάνισής τους, ”Innate Thirst”.

Και επειδή σε ένα τέτοιο φεστιβάλ πας πάντα σαν τους Χιώτες, όσο εγώ έπαιρνα θέση στη Valley για Green Lung (τους οποίους θα αναλύσω παρακάτω βεβαίως βεβαίως), οι σύντροφοι και συναγωνιστές μου για φέτος βόλταραν στην main stage 1, για μια γεύση από Kerry King ο οποίος όπως πληροφορήθηκα, πέρα από το να τιμήσει το ντεμπούτο album του “From Hell I Rise”, δεν στέρησε από τους οπαδούς του και κάποιες Slayer στιγμές με τα “Disciple”, “Raining Blood” και “Black Magic”. Λόγω εύκολης πρόσβασης στην σκηνή Altar, η συνέχεια της ανταπόκρισης αφορούσε την μεξικανικής καταγωγής death-grindcore μπάντα Brujeria (σίγουρα not my cup of tea) οι οποίοι, με την υποστήριξη του κοινού, έκαναν το καλύτερο δυνατό αλλά δυστυχώς ο ήχος της κλειστής σκηνής δεν του δικαίωσε.

Και περνάμε στο πρώτο ουσιαστικό highlight την πρώτης μέρας, τους Green Lung. Προσωπικά, δεν θα μπορούσα να σκεφτώ καλύτερο τρόπο να περάσω εκείνη τη μια ώρα τους σετ τους, με τον ήλιο που σιγά σιγά μαλάκωνε σαν να βούλιαζε μέσα στη γκρουβάτη doom-ίλα τους. Στο μισό τους set δεν θα μπορούσαν παρά να τιμήσουν την τελευταία τους δουλειά “This Heathen Land” και επειδή είμαι αυτή η τύπισσα που δίνει βάρος στα φωνητικά μιας μπάντας, δεν θα μπορούσα να πω τίποτα άλλο πάρα από το πόσο με εντυπωσίασε η αρτιότητά τους.

Προσπαθώντας να περάσω μέσα από τις ορδές του κόσμου που είχε πλέον φτάσει στο peak του, έκανα μια στάση στη main stage 2 την ώρα που οι Babymetal έδιναν το δικό τους μουσικοχορευτικό σόου και έχω να σχολιάσω πως σίγουρα δεν είναι μια μπάντα που θα ακούσω στο σπίτι μου, στο αμάξι μου κλπ. Δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς τον ντόρο που έχουν προκαλέσει, κυρίως λόγω του γενικότερου K-pop κινήματος και της εντυπωσιακής παρουσίας τους, αλλά γουστάρω μόνο όταν συμμετέχουν σε κομμάτι Electric Callboy. Αυτά.

Κοιτώντας την ώρα, έτρεξα προς τη σκηνή Temple γιατί σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσα να χάσω την αγαπημένη μου Sylvaine. Φυσικά και αποζημιώθηκα, μόνο και μόνο η παρουσία της είναι επιβλητική με έναν δικό της τρόπο. Χωρίς να την έχω ξαναδεί live, με εντυπωσίασε αυτή η αιθέρια άνεση της πάνω στη σκηνή και η γενικότερη άνεση της ανάμεσα στα fry και τα υπνωτιστικά καθαρά φωνητικά της, εξυπηρετώντας πλήρως την όλη blackgaze αισθητική της. Όσο και να την αγαπώ βέβαια, η αλήθεια είναι πως με παραχαλάρωσε κι έτσι μετακινήθηκα στη Mainstage 1 για να δω άλλη μια φορά Megadeth (πόσες φορές λέτε να τους δούμε ακόμα;) ή τουλάχιστον να προλάβω το μισό τους set. Άλλωστε να είσαι στη Γαλλία και να μην ακούσεις το “ A tout le monde”, γίνεται; Η γριά για άλλη μια φορά έδειξε γιατί παίζει ακόμα σε φεστιβάλ τέτοιου βεληνεκούς, προσθέτοντας στη setlist τους το πιο πρόσφατο “The Sick, the Dying… and the Dead!”, καθώς και τα old time classics “Skin o’ My Teeth”, “Tornado of Souls”, και “Peace Sells”. Μόνιμα στραβωμένος, αλλά εγώ τον καταλαβαίνω.

Στη συνέχεια, κατευθύνθηκα προς την Altar για Dark Traquillity, μια μπάντα που πάντα αγαπούσα αλλά δεν μου είχε δωθεί η ευκαιρία να του δω live και πιστέψτε με, δεν ήμουν προετοιμασμένη γι’ αυτό που ακολούθησε. Στα 3 χρόνια που επισκέπτομαι το φεστιβάλ, δύσκολα θα πω πως το highlight μιας ολόκληρης μέρας το είδα σε μια από τις μικρότερες σκηνές, καθώς παραδοσιακά στις mainstages βλέπεις μεγαθήρια. Αλλά το ζήσαμε κι αυτό. Το εντυπωσιακό, πέρα από τη μαεστρία με την οποία κάλυψαν ένα μεγάλο κομμάτι της δισκογραφίας τους (περιμένουμε και το νέο album άλλωστε), ήταν ο ενθουσιασμός και η αγάπη που έδειξε το κοινό. Και δεν μου κάνει καμία εντύπωση. Πέρα από το ισοπεδωτικό σόου που έδωσαν, είχαν τόσο καλή ενέργεια που δεν πέρασε απαρατήρητη. Εύγε!

Αφού με τη βοήθεια μιας παγωμένης μπίρας, συνήλθα από την προηγούμενη εμφάνιση, ξανακατέβηκα στις κεντρικές σκηνές για τους πολυαναμενόμενους της ημέρας, Avenged Sevenfold. Παρότι ό,τι είχα ακούσει από την τελευταία τους δισκογραφική δουλειά, δεν με είχε ενθουσιάσει, δεν θα μπορούσα να χάσω την ευκαιρία να θυμηθώ λίγο τα νιάτα μου. Παρόλα αυτά, καθώς το βάρος δόθηκε στον τελευταίο τους δίσκο κα λογικό, δεν τους χάρηκα όσο περίμενα και παρότι το σόου τους ήταν πολύ εντυπωσιακό (με λίγη βοήθεια από το AI), υπήρξαν στιγμές που ένιωσα πως βλέπω κάποιο videoclip, όχι live. Γενικά και ειδικά σε κομμάτια όπως το “Nightmare” και “Hail to the King” θεωρώ πως έλειπε λίγο το παλιό τους νεύρο. Σε κάθε περίπτωση, εξακολουθώ να είμαι super happy που τους είδα.

Και κάπως έτσι, έκλεισε η δική μου πρώτη μέρα, ενώ παράλληλα το γλέντι συνεχιζόταν στις μικρές σκηνές με Sodom και Cradle of Filth, για τους οποίους άκουσα ισότιμα καλά σχόλια.

Day 2 – 28/6/2024

Σκηνικό από το wall of death στους Slaughter to Prevail θύμιζε το κεφάλι μου μετά τη χθεσινή μέρα, καθώς ο χρόνος για ξεκούραση και ύπνο, αν θες να δεις σχεδόν όλες τις μπάντες που γουστάρεις μέσα στη μέρα, είναι ελάχιστος. Σε κάθε περίπτωση, η μέρα μου ξεκινάει δυναμικά με Wargasm (για όσους δεν του ξέρετε, ρίξτε ένα αυτί), οι οποίοι θρασύτατοι και οργισμένοι, με έκαναν να ζηλέψω την ενέργειά τους με το punk-electro κράμα τους.

Σε τελείως διαφορετικό κλίμα οι Shores of Null στη Temple σκηνή, παρά την ηλιόλουστη μέρα, μας έριξαν στο death-doom πηγάδι τους. Η αλήθεια είναι βέβαια πως για το είδος τους, τους περίμενα αρκετά πιο κατατονικούς αλλά με διέψευσαν, καθώς δεν ήμουν η μόνη που το παρατήρησα, το κοινό ήταν αρκετά θερμό και δεν είχαμε αρχίσει ακόμη τις μπίρες.

Συνέχεια για άλλη μια φορά στη mainstage με μια μπάντα που ενώ έχει περάσει μια 5ετία από τότε που τους είχα δει τελευταία φορά, η θετική μου γνώμη παραμένει σταθερή. Ο λόγος για τους metalcorers While She Sleeps, οι οποίοι με το 40λεπτο που τους αναλογούσε ξεσήκωσαν το πλήθος, μοιράζοντας τη setlist τους σε σχεδόν όλη τους τη δισκογραφία. Σε κλειστό venue είναι σαφώς καλύτεροι βέβαια, αλλά δεν παραπονιέμαι. Highlights: “Silence Speaks”, “To the Flowers” και “You are all you need”.

Κάπου εδώ να πω πως η δεύτερη μέρα του φεστιβάλ για μένα είναι η χειρότερη από άποψη κούρασης, οπότε αναγκάστηκα να κάνω ένα διάλλειμα προκειμένου να συνεχίσω μόλις χαλαρώσει λίγο η ζέστη. Μου πήρε περίπου ένα 2ωρο μέχρι να καταφέρω να σύρω το κουφάρι μου ξανά μέχρι τις κεντρικές σκηνές γιατί μια μπάντα σαν τους Fear Factory, δεν χάνεται σε όποια κατάσταση και να είσαι. Αν και δεν είμαι τρελή fan των τελευταίων δισκογραφικών τους κυκλοφοριών, με πήγαν πίσω στο “Oboslete” και “Demanufacture”, τότε που έκαναν χαμούλη. Ο Milo Silvestro στο μικρόφωνο απέδειξε πως μπορεί να σταθεί πίσω από το τιμόνι του frontman της μπάντας, ανοίγοντας το set με λύσσα στο “ What Will Become?” και συνεχίζοντας με αμείωτη ένταση μέχρι τα τελευταία “Demanufacture”, “Replica” και “Zero Sgnal”.

Αμέσως μετά τον οδοστρωτήρα, πάμε για ένα σεμιναριακό back to back. Για αρχή ο χαρισματικός frontman των Leprous, Einar Solberg, του οποίου ο πρώτος solo δίσκος κυκλοφόρησε πέρυσι (που βρίσκει τον χρόνο αυτός ο άνθρωπος δεν καταλαβαίνω) και για άλλη μια φορά θα πω πως είναι από τις πιο αψεγάδιαστες φωνές που κυκλοφορούν εκεί έξω. Η ερμηνεία του, ή άνεση στις (πάρα πολύ) ψηλές νότες, η ενέργεια που βγάζει. Εντυπωσιακός το λιγότερο. Και για όσους θα αναρωτηθούν, όχι, δεν έπαιξε Leprous. Σεμιναρίου συνέχεια με τους παιχταράδες Polyphia, που έπαιξαν τις κάλτσες τους απ’ όλες τις απόψεις και μας άφησαν αφενός με το σαγόνι να κρέμεται και αφετέρου με την απορία “πως μαζεύτηκαν όλοι αυτοί στο ίδιο σχήμα”. Λέγοντας βιρτουόζοι, δεν εννοώ ένα μάτσο τύποι που παίζουν 32 νότες το δευτερόλεπτο, μιλάμε για ποιοτικό, μοντέρνο prog, δίχως μουσικά σύνορα, πλήρως ακομπλεξάριστο. Speechless.

Αλλάζουμε τελείως σκηνικό και κλίμα, κατευθυνόμενη προς τη Temple σκηνή κυρίως με την απορία που είχε σχηματιστεί γύρω από το όνομα Kanonefieber. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα καμία επαφή με τη εν λόγω μπάντα, πέρα από κάποιες συστάσεις για να πάω να τους δω. Και σίγουρα αν υπήρχε βραβείο σκηνικών, θα το είχαν εύκολα. Ένα (λειτουργικό όπως αποδείχθηκε) κανόνι πάνω στη σκηνή, στρατιωτικές στολές και full face, φωτιές και πυροτεχνήματα. Μου κόψανε το αίμα λίγο γιατί η εμφάνισή τους ξεκίνησε με ένα ΜΠΑΜ και φουλ επίθεση σε άπταιστα γερμανικά. Εν ολίγοις, το όλο σκηνικό περιέγραφε γλαφυρά τη φρίκη του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου και ενώ δεν είμαι και καμιά ταγμένη black metal fan, θα τους ξαναέβλεπα πολύ πολύ εύκολα.

Ακριβώς στη διπλανή σκηνή, εμφανίζονται οι Ne Obliviscaris, οι οποίοι ήταν ότι έπρεπε για χαλάρωση μετά τα μπαμ μπουμ των προηγούμενων. Ακόμη μια πολύ καλή σκηνική εμφάνιση από τους prog-symphonic metallers, που μας κράτησαν για αρκετή ώρα, πριν μεταφερθούμε για άλλη μια φορά στη διπλανή σκηνή, βγάζοντας από τη bucket list ακόμη ένα όνομα, τους Satyricon. Ένα μικρό σοκ με το πόσο έχει μεγαλώσει (η φωνή ήταν σε εξαιρετικά επίπεδα όμως) ο Satyr το έπαθα, παρόλα αυτά αφού η μπάντα κάλυψε από το “Nemesis Divina” ως το “Deep Calleth Upon Deep”, κορυφόνοντας την εμφάνιση με το hit—άκι K.I.N.G, όχι μόνο παραπονεμένη δεν έμεινα αλλά ένα 10λεπτάκι ακόμη θα το ήθελα.

Συνέχεια με τους αγαπημένους μου Amorphis, που είχα να τους δω από την εποχή του “Eclipse” και είναι εγγύηση στην ποιότητα των εμφανίσεών τους. Ο Tomi Joutsen απέδειξε για άλλη μια φορά πόσο ικανός frontman είναι. H setlist κινήθηκε προς τα πίσω με κομμάτια όπως το “Black Winter Day” και “My Kantele” αλλά και με τα πιο πρόσφατα “On the Dark Waters”, “The Moon” και “The Wolf”. Φυσικά, το ταξίδι πάνω από τις χίλιες λίμνες δεν θα μπορούσε να τελειώσει ομορφότερα με λατρεμένα “House of Sleep” και “The Bee”. Γλύκαναν τα μέσα μας.

Κι μετά, έφτασε η στιγμή που περίμενα όλη τη δεύτερη μέρα, των headliners Machine Head. Δεν είχα την τύχη να τους ξαναδώ live οπότε με το που μπαίνει το “Imperium”, ένιωσα λες και πέρασε από πάνω μου “Ten Ton Hammer” (το πιάσατε φαντάζομαι). Χωρίς να θέλω να υποβιβάσω κανέναν headliner, αυτή η μπάντα ήταν HEADLINER με τα όλα. Ακούστηκαν τα “Choke on the Ashes of Your Hate”, “No Gods, No Masters”, “Now We Die”, το τοπίο πρασίνισε στο “Locust”, “Darkness Within”, “Bulldozer” και “From this Day”. Το πάρτι συνεχίστηκε, ενώ καμιά 20αριά μπαλόνια με το logo της μπάντας εμφανίστηκαν από το πουθενά, κάνοντας ακόμη πιο fun την συνολική εμπειρία. Τέλος το show έκλεισε με “Davidian” και “Halo”, αφήνοντάς μας με μια από τις καλύτερες, κατ΄εμέ, εμφανίσεις του φεστιβάλ.

Μετά από όλο αυτό το ξύλο μετά μουσικής που βιώσαμε, αδειάσαμε τους Body Count οι οποίοι έδιναν το δικό τους τίμιο ξύλο στη Warzone και κάναμε μερικά βήματα προς τα αριστερά για λίγο χορό αυτή τη φορά. Ο λόγος για τους Prodigy που έκλεισαν με τον καλύτερο τρόπο τη δεύτερη μέρα, παρασέρνοντας το πλήθος που είχε παραμείνει όρθιο σε ένα ξέφρενα νοσταλγικό πάρτι. Τα 70 λεπτά του set ήταν αρκετά για να ακούσουμε όλα τα hit τους (“Firestarter”, “Breath”, Spitfire”, “Omen” κλπ.) και τυχαία βρεθήκαμε μούρη με μούρη με τον τραγουδιστή, ο οποίος απόφάσισε να το πάει περπατητό από τη μια άκρη της σκηνής ως την άλλη. Έπος!

Day 3 – 29/6/2024

Με το μάτι να έχει πάρει τον κατήφορο από την κούραση, πήρα πάλι τον δρόμο προς τα λιβάδια (εδώ το τρέχω ανέμελη στα λιβάδια αποκτά άλλη υπόσταση), με μια μικρή καθυστέρηση αυτή τη φορά για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Don’t judge, ok?

Πρώτη στάση τρίτης μέρας, οι black metallers με στοιχεία country-americana, Wayfarer, οι οποίοι εμφανίστηκαν και σχετικά πρόσφατα στη χώρα μας, αν δεν με απατάει η μνήμη μου, παρουσιάζοντας οριακά όλο το “American Gothic”. Πολύ δυνατή εμφάνιση, αν και συνοδευόταν από εσπρεσάκι για να ανοίξει το βλέφαρο.

Κάπου εδώ να σημειωθεί πως η τρίτη και η τέταρτη μέρα του φεστιβάλ, λόγω βαρύτητας των ονομάτων της, ήταν εκείνη με το περισσότερο κόσμο, οπότε και η πρόσβαση στις πιο μικρές σκηνές ήταν αρκετά πιο δύσκολη. Έτσι την πάτησα λοιπόν παίρνοντας τον δρόμο για τη Valley, με την ελπίδα να παρακολουθήσω από καλό σημείο τους Brutus. Τελικά κατέληξα να τους δω με τα κιάλια, παρόλα αυτά δεν το μετάνιωσα στιγμή. Τιμώντας σχεδόν εξ’ολοκλήρου την τελευταία τους (εκπληκτική) δουλειά “Unison Life”, έδωσαν πόνο και φυσικά αποθεώθηκαν. Δεν νομίζω πως έχω τις κατάλληλες λέξεις για να περιγράψω τα skills που απαιτεί το combo τύμπάνα-φωνή και να τα κάνεις και τα δύο άρτια. Φάνηκε άλλωστε και από τις αντιδράσεις του κοινού. Κρίμα και πάλι κρίμα που έχασα την εμφάνισή τους στην Αθήνα.

Προχωράμε (ή τουλάχιστον προσπαθούμε) προς την Altar σκηνή για λίγο τίμιο ξύλο, κατά κόσμο The Haunted. Άλλη μια πολύ δυνατή εμφάνιση μέσα στην ίδια μέρα, άλλη μια μπάντα που έβλεπα για πρώτη φορά. Η setlist μοιρασμένη επίσης τίμια σε 6 παρακαλώ από τα album τους (ακόμη κι αυτά με τον προηγούμενο τραγουδιστή), προκάλεσε χαμούλη στο κοινό, που πήγαινε κι ερχόταν από το crowd surfing. Δυναμικό ξεκίνημα με “Brute Force” και μεταξύ άλλων για τη συνέχεια “No Compromise”, “99”, “Hollow Ground”, “Dark Intentions”, μέχρι το επικό κλείσιμο με “Bury Your Dead” και “Hatesong”. Άψογη εκτέλεση με μπουνιά στη μούρη.

Στο μεταξύ εκείνη τη μέρα όλα συνηγορούσαν πως έρχεται βροχή. Καθόλου τυχαίο όμως πως η εν λόγω βροχή ξεκίνησε τη στιγμή της εμφάνισης της έταιρης μάγισσας Chelsea Wolfe. Αυτή τη φορά καταφέραμε να φτάσουμε σε απόσταση αναπνοής από τη σκηνή (μαθαίνεις από τα λάθη σου σε αυτό το φεστιβάλ) και να απολαύσουμε το μυσταγωγικό της show όπως της αρμόζει. Γι’ αυτή την εμφάνιση δεν μπορώ να πω πολλά γιατί απλούστατα αυτή η τύπισσα και τον εθνικό ύμνο να τραγουδούσε θα καθόμουν και θα την άκουγα με αμείωτη προσοχή. Περιμένουμε με ανυπομονησία και την επερχόμενη εμφάνισή της στα μέρη μας.

Καθώς η βροχή συνέχισε να δυναμώνει, αναζητήσαμε καταφύγιο σε μια από τις μικρές σκηνές και ο λόγος ήταν οι Skyclad. Ιστορική μπάντα, δεν γινόταν να τους χάσουμε. Επίσης ήταν μια πολύ ομαλή μετάβαση θα έλεγε κανείς μεταξύ της μάγισσας και των headliners που θα ακολουθούσαν. Τους Skyclad τους είχα πάντα σε υπόληψη, χωρίς να είμαι καμιά ταγμένη οπαδός, αλλά είναι μια νοσταλγική μπάντα αν μη τι άλλο. Η setlist κάλυψε ένα μεγάλο φάσμα, χωρίς να κουράσει. “The Widdershin’s Jig”, “Another Fine Mess”, “Parliament of fools” στη λίστα των highlights, μαζί με τη διασκευή του “Emerald” των Thin Lizzy και φυσικά το επικό “Inequality Street” για σβήσιμο.

Στη συνέχεια, κι ενώ η βροχή δεν μας άφηνε να αποχωριστούμε τα αδιάβροχά μας, πήραμε τον δρόμο προς τις κεντρικές σκηνές, αφενός για να πιάσουμε στασίδι για Metallica και αφετέρου για να ακούσουμε τα γαλλικά (όχι αυτά που υποπτεύεστε) του Bruce Dickinson. Θα μπορούσα να τον έχω δει την περασμένη Κυριακή στο Release; Θα μπορούσα. Αλλά μπροστά μου τον είχα τον άνθρωπο. Ο Βρασίδας με την, όπως πάντα, αγέραστη φωνή, δεν μας άφησε λεπτό ήσυχους με την γεμάτη ενέργεια παρουσία του και την, όχι και τόσο αναμενόμενη setlist του. Ας πούμε “Tears of Dragon” δεν ακούσαμε. Ακούσαμε όμως “Rain on the Graves” με τη βροχή να ολοκληρώνει το σκηνικό, ακούσαμε “Laughing in the hiding bush”, “Chemical Wedding” (αναφερόμενη στα highlights) με τη μοναδική ερμηνεία του Bruce που ακόμη το λέει η ψυχούλα του. Για το φαντασμαγορικό φινάλε είχαμε “The Darkside of Aquarius”. Το εκτίμησα.

Και έφτασε επιτέλους η στιγμή που περίμενα εδώ και 16 χρόνια (κάποιος γέρασε). Metallica κυρίες και κύριοι, μπάντα που λατρεύω από πάντα και που θεωρούσα πως μαζί με Foo Fighters θα ήταν το highlight και των τεσσάρων ημερών μαζί. Και ναι, το καταλαβαίνω πως δεν έχουν την ίδια ενέργεια με 16 χρόνια πριν, αλλά ας περάσουμε στις λεπτομέρειες. Ξεκίνημα με “Creeping Death” και το “For Whom the Bell Tolls”, ρίχνοντάς μας ένα μπουνίδι στα μούτρα, αμέσως μετά “Hit the Lights” και το headbanging συνεχίστηκε. Στη συνέχεια όμως με “Enter Sandman”, με “72 Seasons” και “Too Far Gone” κι αφού ήρθαν τα μυαλά μου στη θέση τους, παρατηρώ πως για τη μπάντα είναι “ακόμη μια Παρασκευή” και πως η ενέργεια αρχίζει λίγο να βαλτώνει. Τονίζω για άλλη μια φορά πως ενώ έχω πλήρη επίγνωση πως δεν γίνεται να έχω την εντύπωση πως θα είναι φουλ energy όπως τότε, έχω πάντα υψηλές απαιτήσεις από αυτούς. Τέλος πάντων, “The Day That Never Comes” για τη συνέχεια, ακολουθούν τα “Shadows Follow”, “Orion” και “Nothing Else Maters” (εκεί μας πήρε λίγο ο ύπνος, σόρι), “Sad but True”, “Lux Æterna” και “Seek & Destroy” μας έφεραν πάλι λίγο στα ίσα μας. Για το κλείσιμο μας φύλαγαν τα all time classic “One” και “Master of Puppets”. Εν κατακλείδι, να πω πως σίγουρα δεν μπορώ να πω πως με ξενέρωσαν απλώς με άφησαν με ένα “μιεχ”. Ας ελπίσουμε την επόμενη φορά να έχουν περισσότερο μπρίο.

Day 4 – 30/6/2024

Και κάπως έτσι φτάσαμε στην τελευταία και αγαπημένη μου μέρα. Φτάνοντας αυτή τη φορά στον χώρο του φεστιβάλ γύρω στις 15:30 το μεσημέρι, ξενερώνοντας φυσικά που έχασα για άλλη μια φορά Nova Twins, κατέβηκα προς τις κεντρικές σκηνές για να δω (νομίζω η τρίτη φορά που τους βλέπω ήταν αυτή) Blues Pills με την, πάντα σε φόρμα, Elin Larsson να με κάνει να αναρωτιέμαι πόσο αεικίνητη μπορεί να είναι κάποια λίγους μήνες μετά από γέννα. Σε κάθε περίπτωση αυτή η μπάντα, παρότι δεν είναι κάτι ουάου μου είναι πάντα πολύ ευχάριστη. Στη setlist τους συμπεριέλαβαν κομμάτια και από τους 3 δίσκους τους, αλλά και από την καινούργια τους δουλειά που θα κυκλοφορήσει σύντομα.

Στη συνέχεια, τρεχάλα προς τη Valley, προκειμένου να δούμε για δεύτερη φορά φέτος τους Therapy?, διότι ομάδα που κερδίζει δεν την αλλάζεις. Έχοντας στη δισκογραφική τους φαρέτρα το πολύ καλό “Hard Cold Fire”, μας χάρισαν ακόμη ένα χορευτικό σοου με κομματάρες όπως “Turn”, “Teethgrinder”, “Stories”, τα καινούργια “Woe” και “Poundland of Hope and Glory”. Φυσικά όσο πλησιάζαμε προς το τέλος δεν θα μπορούσαν να λείπουν τα κλασσικά πλέον “Die Laughing”, “Nowhere” και “Knives”. Από τα πολλά στιγμιότυπα της ημέρας που μας άφησαν να μουρμουράμε τα κομμάτια για αρκετή ώρα μετά.

Μετά από ένα μικρό πέρασμα από την Temple για λίγο περαιτέρω χάζεμα στους Weigedood για λίγη ατμοσφαιρική black κατάνυξη πριν το κυρίως πιάτο, κατευθύνομαι προς τις κεντρικές σκηνές όπου και παρέμεινα ως το τέλος. Και υπήρχαν πολλοί λόγοι για να το κάνω.

Λόγος πρώτος: Royal Blood. Η γκρούβα που βγάζει αυτή η μπάντα είναι αξεπέραστη. Το πως σου ανεβάζουν τη διάθεση από το πρώτο κομμάτι, αξιοπρόσεκτο. Κρίμα που δεν τους έχουμε δει ακόμη στα μέρη μας, τώρα που είναι ακόμη στο peak τους και ευελπιστώ να το ζήσουμε σύντομα. Μια ιδιαιτέρως αγαπητή μπάντα για όλους τους σωστούς λόγους και προσωπικά λατρεύω το ότι τους παρακολούθησα την ώρα που ο γαλλικός ήλιος δεν σε βάραγε κατακούτελα (σε αντίστοιχη φάση είχα δει και τους Rival Sons πέρυσι και ήταν απλά μαγικό). Κανένα παράπονο δεν είχα ούτε από τη setlist τους αφού άκουσα από “Out of the Black”, “Boilermaker”, “Trouble’s Coming”, έως “Lights Out” και “Figure it Out”.

Και ενώ το μισό παρεάκι πήγε για το απαραίτητο φόρο τιμής στον εκλειπόντα Trevor Strnad (The Black Dahlia Murder), με πολύ δυνατή εμφάνιση όπως ενημερώθηκα), περνάω στον δεύτερο λόγο: Corey Taylor. Αυτός ο άνθρωπος, αυτός, έχει το άγγιγμα του Μίδα. Νομίζω πως, όταν ερχόμαστε στις ανδρικές φωνές, είναι από τους αγαπημένους μου ερμηνευτές. Σκάει λοιπόν ο Corey με τη ροζ του τη μπλουζίτσα, εξαιρετικά γλυκούλης και αισθηματίας, σκάει και η σύζυγος σε κάποια φάση να του βάλει αντιηλικό στο σβέρκο μην κοκκινίσει και παράλληλα ακούσαμε από Stone Sour, τα solo album του και φυσικά Slipknot. Ένα έπος. Από τις αγαπημένες μου στιγμές το “From Can to Can’t” (το αγαπώ πολύ αυτό το κομμάτι), “Before I Forget” και “Duality” (χαμούλης όπως φαντάζεστε) και το ψυχοπονιάρικο “Home”, το οποίο ακολούθησε έναν ευχαριστήριο λόγο για τη σύζυγο. Δεν έκλαψα, κάτι μπήκε στο μάτι μου. Α, και ακούσαμε και “Snuff” μετά από χρόνια.

Ο τρίτος λόγος που έμεινα στις κεντρικές σκηνές λοιπόν ακούει στο τιτανοτεράστιο όνομα Queens of the Stone Age. Και επειδή αυτό το report γράφτηκε μέσα Ιουλίου καταλαβαίνετε πόσο τυχερή νιώθω που το βίωσα αυτό. Τα πράγματα είναι απλά. Ο  Josh Homme και η παρέα του μας έδωσαν τα σαγόνια στα χέρια για πολλούς λόγους. Θέλετε της άψογης εκτέλεσης και απόδοσης; Θέλετε από τον φανταστικό ήχο; Θέλετε από τη setlist που μας απογείωσε; ΤΙ ΘΕΤΕ; Δεν μπορώ να πω πολλά γι’αυτή τη μπάντα, είναι από μόνη της εμπειρία, οπότε θα κλείσω με τη SETLIST (με κεφαλαία για ευνόητους λόγους) και θα αναφέρω απλώς τα highlight για να ζηλέψετε. “Go with the Flow”, “I sat by the ocean”, “Make it wit chu”, “You Think I Ain’t Worth a Dollar, but I Feel Like a Millionaire”, “No One Knows” και “A Song for the Dead”, είναι μόνο μερικά τυχαία παραδείγματα. Νιώθει ευλογημένη στη τοποθεσία Clisson.

Παρότι τους είδα και στο Release πριν από κάνα μήνα, ο τέταρτος λόγος ήταν σίγουρα οι Offspring, μια μπάντα που με επαναφέρει στις εργοστασιακές ρυθμίσεις των εφηβικών μου χρόνων. Είναι η τρίτη φορά που τους βλέπω, η πρώτη ήταν και πάλι σε σκηνή του Hellfest (τότε τους είχα βρεί αρκετά πιο κουρασμένους, φέτος είχαν πιο πολλά κέφια). Η setlist ήταν ίδια με αυτή της Αθήνας, πέρα από το καινούργιο τους κομμάτι “Make It All Right”. Πάντα διασκεδαστικοί, πάντα στη καρδιά μας.

Ο πέμπτος και τελευταίος λόγος, ήταν μια μπάντα που είχα οριακά κλάψει εκείνη τη φορά που είχαν παίξει στο Ηρώδειο κι εγώ δεν ήμουν εκεί (ανωτέρα βία). Τι κάνει νιαου νιάου στα κεραμίδια; Foo Fighters mesdames et messieurs. Ο χαρισμάτικός David Grohl είναι ένας τόσο ταλαντούχος άνθρωπος που δεν μπορείς να ξεκολλήσεις στιγμή το βλέμμα σου από πάνω του. Έχοντας την αμέριστη προσοχή όλων, διέλυσαν την σκηνή με την ενέργειά τους και απέδειξαν γιατί είναι headliners της τελευταίας μέρας ενός τέτοιου φεστιβάλ. Το ξεκίνημα με το “All my Life” με βρήκε να τρέχω έξαλλη από τις τουαλέτες, διότι ξεκίνησαν περίπου ένα 5λεπτο πριν την προκαθορισμένη ώρα. Από ‘κει και μετά το μόνο που θυμάμαι είναι πως η setlist ήταν κομμένη και ραμμένη στα γούστα του κάθε οπαδού που κυριολεκτικά άκουσε όλα τα χιτάκια. Εντάξει, για να είμαστε δίκαιοι, έκαναν και μια στάση στο τελευταίο studio album τους με το “But Here We Are” και σίγουρα όταν μιλάμε για μια τέτοια μπάντα, δεν σου φτάνει το 2ωρο για να τους απολαύσεις και να πεις πως τίποτα δεν σου έλλειψε. Σε κάθε περίπτωση ακούσαμε μεταξύ άλλων “The Pretender”, “Walk”, “Times Like These”, “White Limo”, “Breakout”, “My Hero”, “The Sky Is a Neighborhood”, “These Days”, “Learn to Fly”, “Monkey Wrench” και “Best of You”, οπότε δεν παραπονιέμαι. Για το σβήσιμο μας έριξαν και ένα “Everlong” για να έχουμε να θυμόμαστε. Η αλήθεια είναι πως έπαιξαν κάτι λιγότερο από 2ωρο αλλά τι να λέμε τώρα…

Μετά από αυτή τη μουσική σφαλιάρα, εξουθενωμένοι αλλά και σούπερ γεμάτοι, περιμέναμε όπως κάθε χρόνο τα πυροτεχνήματα (παράδοση στη λήξη κάθε Hellfest), τα οποία δυστυχώς δεν εμφανίστηκαν. Αλλά να σας πω και κάτι; Δεν με ένοιαξε καθόλου. Αυτό το φεστιβάλ σου χαρίζει τόσες διαφορετικές συγκινήσεις. Ελπίζω να τα πούμε και πάλι του χρόνου!

Live Report Αγγελική Καπίρη
Photos Hellfest Open Air

 

Leave a Reply

This site uses cookies to offer you a better browsing experience. By browsing this website, you agree to our use of cookies.